ἐδώδιμοι

ἐδώδιμοι
ἐδώδιμος
eatable
masc nom/voc pl (ionic)
ἐδώδιμος
eatable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • ARTICACTUS seu ARTICOCTUS — Gallis Artichaut, Siculis olim Cactus, hodie Cacozole. Latinis itidem Cactus, ut docet Salmas. ad Tertull. de Pall. et Carduus, κατ᾿ ἐξοχην`, Graecis κινάρα, ut videre est apud Athen. l. 2.Unde Columella in Horto, l. 10. Horrida ponatur Cinara:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βατομουριά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά διάφορα φυτά της οικογένειας των ροδιδών, με την επιστημονική ονομασία ρούβος ο θαμνώδης και ρούβος ογναφαλώδης. Το είδος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα, σε δασώδεις περιοχές, φράκτες, θαμνότοπους και στις όχθες των… …   Dictionary of Greek

  • βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • κλαβαρία — (Clavaria). Γένος πρωτόγονων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των κλαβαριιδών. Χαρακτηρίζονται από το απλό, ροπαλόμορφο και μάλλον εύθρυπτο καρπόσωμά τους, το οποίο είναι συχνά κοίλο εσωτερικά, ενώ σπάνια διακλαδίζεται. Συνήθως υπάρχει ένα καλά… …   Dictionary of Greek

  • λιθοδόμος — (Lithodomus). Γένος διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών. Είναι γνωστό και με την ονομασία Lithophagus, καθώς και με την κοινή ονομασία χουρμάς της θάλασσας. Το σώμα του έχει μήκος 4 8 εκ. και περικλείεται σε δύο όμοια οστρακώδη… …   Dictionary of Greek

  • οπουντία — (opuntia). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτιδών, που αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο βλαστός τους έχει φύματα αγκαθωτά και τα άνθη τους είναι μεγάλα με στρογγυλή στεφάνη. Το κυριότερο είδος είναι η… …   Dictionary of Greek

  • οπωροθήκη — ὀπωροθήκη, ἡ (Α) αποθήκη όπου φυλάγονται εδώδιμοι καρποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”